Ηπειρωτικό Κελλάρι
Η ενασχόληση της οικογένειάς με την παραγωγή και εμπορία ειδών διατροφής χρονολογείται από τα μέσα του 19ου τουλάχιστον αιώνα. Το ίδιο το όνομα άλλωστε της οικογένειας, το οποίο σημαίνει “μάνα του λαδιού” το δείχνει αυτό. Στα τέλη του 19ου αιώνα η οικογένεια ιδρύει στην Παραμυθιά της Θεσπρωτίας, σπουδαίο παραγωγικό και εμπορικό κέντρο τότε της Ηπείρου, βιοτεχνία παραγωγής κρασιού, τσίπουρου και ξιδιού παράλληλα με την εμπορία λαδιού και συγχρόνως με την λειτουργία αρτοποιείου και εστιατορίου. Πλην του εστιατορίου που έκλεισε μεταπολεμικά, οι άλλες ασχολίες διατηρήθηκαν μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Mάλιστα το 1955 το κρασί της βιοτεχνίας βραβεύτηκε με χρυσό βραβείο στην Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Με την αλλαγή του τρόπου ζωής και των οικονομικών δεδομένων η βιοτεχνία έκλεισε και λίγο αργότερα και το αρτοποιείο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Βασίλης Βαϊμάκης, νέος χημικός τότε, αποφάσισε να ασχοληθεί με την παλιά παράδοση της οικογένειας ως οινολόγος. Εργάστηκε για χρόνια σε διάφορα οινοποιεία της χώρας με αξιόλογες και βραβευμένες επιδόσεις και έγινε ένα αναγνωρίσιμο όνομα στον κλάδο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα κλάδο των αμπελοοινικών προϊόντων, το ξίδι, του οποίου η παράδοση στην χώρα μας είχε ξεχαστεί και το ίδιο το προϊόν είχε κακοποιηθεί από την βιομηχανοποίηση της παραγωγής του. Έστησε την βιοτεχνία σε μια από τις πιο ονομαστές οινοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας, τη Ζίτσα και χρησιμοποιώντας τις τοπικές ποικιλίες σταφυλιών, το 2005 έβγαλε τα πρώτα δείγματα δουλειάς στην αγορά τα οποία απέσπασαν πολύ γρήγορα την προσοχή και τον έπαινο των γευσιγνωστών και του καταναλωτικού κοινού. Τη βιοτεχνία την λειτουργεί ο ίδιος με την σύζυγό του Αικατερίνη. Το προϊόν φέρεται στην αγορά με το όνομα “Όξος κατά παράδοση Οικογένειας Βαϊμάκη”.